Κυριακή 8 Ιουνίου 2008


Πλάθω μια ιστοριούλα και σας τη χαρίζω:

Πριν χρόνια, εκείνος την είχε αφήσει μόνη της, στο κατώφλι του σπιτιού της με ένα φιλί.
Αυτά τα φιλιά, κάνουν μεγάλη ζημιά τελικά (βλέπε το φιλί του Ιούδα).
Μόνη της, να αντιμετωπίσει τις συνέπειες αυτού που και οι δύο είχαν προκαλέσει, μα είχε μεγαλύτερο αντίκτυπο σε κείνην.
Έσφιξε τα δόντια κι ανέβηκε τα σκαλιά.
Μέσα της πνιγόταν.
Μέσα της ούρλιαζε.
Μα κανείς δεν άκουσε την πραγματική της φωνή, ποτέ.
Τα βράδια καθόταν στο μπαλκόνι της, ψηλά, θα πρέπει να βρισκόταν στον 6ο ή τον 7ο όροφο.
Είχε μια υπέροχη εικόνα της πολύβουης πόλης, με τα φώτα, τους ήχους της.
Δεν τα έβλεπε πραγματικά.
Έβλεπε μόνο μέσα της.
Και μέσα της υπήρχε μόνο σκοτάδι.
Πόσες φορές δεν πήγε κοντά στα κάγκελα του μπαλκονιού...
Σκεφτόταν: "γιατί όχι;"


Δεν το έκανε.
Δεν είχε το κουράγιο.
Δεν ήθελε, να πέσει αμαχητί.


Πάλεψε.
Κυρίως με τον εαυτό της.
Τα πρωινά ήταν εκείνη που ήθελαν όλοι στην παρέα τους, μα τα βράδυα βυθιζόταν στο σκοτάδι.
Κάθε φορά που βυθιζόταν όμως, αναδυόταν και πάλι. Ίσως όχι αμέσως, μα πάντα στο τέλος τα κατάφερνε.

Στάθηκε στα πόδια της.
Κέρδισε το θαυμασμό του περίγυρού της.
Τον έπαινο, όσων ο έπαινος μετρούσε πραγματικά.

Καμιά φορά, το σκοτάδι την καλούσε, μα είχε μάθει πια να αντιστέκεται.
Τις περισσότερες φορές τουλάχιστον.

Και ήρθε ο άλλος-εκείνος.
Εκείνος που έγινε επιτέλους το άλλο της μισό.
Εκείνος, που για χάρη του έβγαλε πολλά τουβλάκια από το τείχος που την περιέβαλε για προστασία.
Το τείχος που η ίδια είχε χτίσει.
Της ζήτησε, να τον εμπιστευτεί κι εκείνη το έκανε.
Της είπε, πως δεν είναι ο εκείνος, αλλά ο άλλος-εκείνος. Διαφορετικός.
Πως θα ειναι πλάι της στη δύσκολη στιγμή.

Μα, κάποια στιγμή, το σκοτάδι την ξανακάλεσε.
Και αυτήν τη φορά, η φωνή του ήταν πιο δυνατή, πιο ηδονική.
Έψαχνε, να βρει την αιτία.
Βαθειές πληγές, που δεν έλεγαν να κλείσουν, ίσως...
Ή ίσως απλώς, οι πληγές να αποτελούσαν τη δικαιολογία, για το φόβο της μπροστά στην αληθινή, στην ουσιαστική αγάπη.
Αδυναμία της...

Ξεσπούσε.
Δεν ήξερε, πώς να αντιδράσει στο κάλεσμα αυτό και έγινε επιθετική.
Έχανε πολύ εύκολα την υπομονή της.
Την επόμενη στιγμή που ξεσπούσε, καταλάβαινε πως είχε άδικο. Πως υπερέβαλε.
Όμως, ήταν πλέον αργά.
Είχε εκτονωθεί. Είχε εκραγεί και η λάβα της έκαιγε, όποιον ήταν γύρω της.

Δεν την καταλάβαινε κανείς.
Πώς θα μπορούσε, άλλωστε;
Πώς να δικαιολογήσεις αυτό που συμβαίνει, αλλά δεν μπορείς να το ελέγξεις απόλυτα;
Υπάρχουν πάντα στιγμές που ξεφεύγεις.
Κάθε φορά και λιγότερες.
Αλλά, υπάρχουν.

Όταν άρχισε επιτέλους, να ξαναβγαίνει στην επιφάνεια, παρατήρησε πως δεν υπήρχε ο άλλος-εκείνος τριγύρω.
Περίμενε με λαχτάρα, να τον δει κάπου στο βάθος.
Όπως της είχε υποσχεθεί.
Είχε φύγει.
Είχε προτιμήσει, να φύγει.

Δεν την περίμενε, να της κρατήσει το χέρι, να την τραβήξει έξω.
Να τη βοηθήσει, να σταθεί στα πόδια της.
Να της δώσει μια πετσέτα, να σκουπίσει το βρεγμένο της κορμί.

Σύρθηκε μέχρι την ακρογυαλιά.
Σκεφτόταν "θα τα καταφέρω. Για μια ακόμα φορά, θα τα καταφέρω".

Κι εκεί, με τη θάλασσα να της χαϊδεύει το μάγουλο, ξεψύχησε...

Δεν υπάρχουν σχόλια: